ἠπιόχειρος
German (Pape)
[Seite 1175] dasselbe, ὑγεία Orph. H. 22. 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόχειρος: -ον, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἠπιόχειρ, Ὀρφ. Ὕμν. 22. 8., 83. 8.
Greek Monolingual
ἠπιόχειρος, -ον (Α)
ο ηπιόχειρ.
[Seite 1175] dasselbe, ὑγεία Orph. H. 22. 84.
ἠπιόχειρος: -ον, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἠπιόχειρ, Ὀρφ. Ὕμν. 22. 8., 83. 8.
ἠπιόχειρος, -ον (Α)
ο ηπιόχειρ.