ἡ, fem. of ἡγεμονεύς, = ἡγεμόνη, Orph.A.909.
[Seite 1149] ἡ, fem. zu ἡγεμονεύς, Herrscherinn, Gebieterinn, Artemis, Orph. Arg. 907. Vgl. ἡγεμόνη.
ἡγεμόνεια: ἡ, θηλυκὸν τοῦ ἡγεμονεύς, = ἡγεμόνη, Ὀρφ. Ἀργ. 907.