ἡδυλισμός

English (LSJ)

ὁ, flattering, Eust.1417.21, Phot.

German (Pape)

[Seite 1153] ὁ, das Süßthun, Schmeichelei, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδῠλισμός: ὁ, ἡδυλογία, κολακεία, Εὐστ. 1417. 21. Φώτ.

Greek Monolingual

ἡδυλισμός, ὁ (AM) ἡδυλίζω
1. το να λέει κανείς γλυκόλογα, η θωπεία, η κολακεία
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλισμός
συνουσία».