ἡδυντέον

English (LSJ)

one must season, Alex.186.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυντέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἡδύνῃ, νὰ γλυκάνῃ, Ἄλεξ. Πονηρ. 1. 4.