ἡλιανθές

English (LSJ)

τό, laudanum-plant, Cistus laurifolius, Ps.-Democr. ap. Plin.HN24.165.

Greek Monolingual

ἡλιανθές, το (Α)
το φυτό κίστος ο δαφνόφυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ηλιανθής].