ἡλιόκαυστος

English (LSJ)

Dor. ἁλιόκαυστος (sunburnt), ον, (καίω) = ἡλιοκαής, Theoc.10.27, Dsc.2.2.

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιοκαής, Theocr. 10, 27, in dor. Form ἁλιοκ., u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιόκαυστος: дор. ἁλιόκαυστος 2 (ᾱλ) Theocr. = ἡλιοκαής.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόκαυστος: -ον, (καίω) = ἡλιοκαής, Θεόκρ. 10. 27.

Greek Monotonic

ἡλιόκαυστος: -ον (καίω), = ἡλιοκαής, ηλιοκαμένος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἡλιό-καυστος, ον καίω
sun-burnt, Theocr.

Translations

sunburnt

English: sunburnt, sun-burnt, sunburned; Finnish: auringon paahtama; French: bronzé, bronzée, brûlé par le soleil, brûlée par le soleil; German: sonnenverbrannt; Greek: που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιοκαμένος; Ancient Greek: ἁλιόκαυστος, αὐσταλέος, ἡλιοκαής, ἡλιόκαυστος, ἡλιόκτυπος, ἡλιοπλήξ, ἡλιωμένος; Latin: adustus; Maori: tīkākā; Slovak: spálený; Swedish: solbränd, brunbränd; Vietnamese: cháy nắng