ἡλουργός

Greek (Liddell-Scott)

ἡλουργός: ὁ, σιδηρουργός, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Scicil. Bonn. τ. ΙΙΙ. σ. 470· ― ἡλουργικὴ τέχνη αὐτόθι.