ion. c. ἡμῶν, v. ἐγώ.
ἡμέων: и ἡμείων (= ἡμῶν) эп. gen. pl. к ἐγώ.
ἡμέων: ἴδε ἐν λ. ἐγώ.
ἡμέων: Ιων. αντί ἡμῶν, γεν. πληθ. του ἐγώ.