ἡμίδουλος
English (LSJ)
ἡμίδουλον, half-slave, E.Andr.942, Chrysipp.Stoic.2.284.
German (Pape)
[Seite 1167] ὁ, Halbsklave, Eur. Andr. 943.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié esclave.
Étymologie: ἡμι-, δοῦλος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίδουλος: ὁ полураб Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίδουλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ δοῦλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 942, Οἰνόμ. παρ᾿ Εὐσ. Π. Ε. 255Α.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἡμίδουλος: -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ δούλος, σε Ευρ.