ἡμίνεκρος

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίνεκρος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ νεκρός, «μισαποθαμμένος», Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 124, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 76, 13, 350, 7 (Λεξ. Κουμ.).