ἡμίπλεκτος

English (LSJ)

ἡμίπλεκτον, half-plaited, Philyll.31.

German (Pape)

[Seite 1169] halb geflochten, Poll. 6, 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπλεκτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπλεγμένος, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 10, Πολυδ. Ϛ΄, 160.

Greek Monolingual

ἡμίπλεκτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πλεγμένος, μισοπλεγμένος.