ἡμίπνικτος
English (LSJ)
ἡμίπνικτον, (πνίγω) half-choked, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπνικτος: -ον, (πνίγω) μισοπνιγμένος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡμίπνικτος, -ον (Α)
μισοπνιγμένος.
ἡμίπνικτον, (πνίγω) half-choked, Glossaria.
ἡμίπνικτος: -ον, (πνίγω) μισοπνιγμένος, Γλωσσ.
ἡμίπνικτος, -ον (Α)
μισοπνιγμένος.