ἡμερωμός

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερωμός: ὁ, ὡς καί νῦν, ἔκλαιεν, ἡμερωμόν δέν εἶχεν Ἀκρίτ. ἔπος στ. 2172, ἐκδ. Α. Μηλιαράκη.