ἡμιδέξιον

English (LSJ)

τό, dactylic trimeter, Sacerd.pp.514,544K.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιδέξιον: τό, τρίμετρον δακτυλικόν, Mar. Plot. Sac. ἐν Gram. Lat. ἐκδ. Keil VI. σ. 514. 28., 544. 15 (Κουμαν. Λεξ.).

Greek Monolingual

ἡμιδέξιον, τὸ (Α)
δακτυλικό τρίμετρο.