ἡμικατάλυτος

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικατάλυτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ καταλυθείς, καταστραφείς, ἡμ. ναοὶ τῶν εἰδώλων Ζωναρ. ἐν Συντ. καν. τ. 3, σ. 462.