ἡμικόγγιον

English (LSJ)

τό, half-congius, Dsc. ap. Gal.19.776.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, ein halber congius, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικόγγιον: τό, ὁ ἥμισυς κόγγιος, Διοσκ. παρὰ Γαλην. 13. 984.

Greek Monolingual

ἡμικόγγιον, τὸ (Α)
μισός κόγγιος, μέτρο χωρητικότητας τριών ξεστών, ημίχουν, μισός χοεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κόγγιος «μέτρο υγρών και δημητριακών»].