ἡμιμόδιον
English (LSJ)
τό, half a modius, Gp.7.24.2.
Greek Monolingual
ἡμιμόδιον, το (Α)
μισό μόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μόδιο «μέτρο ξηρών καρπών»].
τό, half a modius, Gp.7.24.2.
ἡμιμόδιον, το (Α)
μισό μόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μόδιο «μέτρο ξηρών καρπών»].