v. ἡρωίζω.
ἡρωϊστής και ἡροϊστής, ἡρωειστής, ἡρωϊαστής, ἡρῳαστής, ἡρωστής, ό (Α) ηρωίζωλάτρης ή υμνητής νεκρού ήρωα.