ἤισαν: Ἐπ. ἀντὶ ᾔεσαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo).
see εἶμι.
ἤισαν: Επικ. αντί ᾔδεσαν, γʹ πληθ. παρατ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.• ἤισαν: Επικ. αντί ᾔεσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).