ἤραρον

French (Bailly abrégé)

v. ἀραρίσκω.

Greek Monotonic

ἤρᾰρον: αόρ. βʹ του ἀραρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἤρᾰρον: aor. 2 к ἀραρίσκω.