ἤχησις

German (Pape)

[Seite 1180] ἡ, das Schallen, Tönen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἤχησις: -εως, ἡ, τὸ ἠχεῖν, ἦχος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἤχησις, ή (Α) ηχώ
το αποτέλεσμα του ηχώ.