ἥσσημα

German (Pape)

[Seite 1177] τό, att. ἥττημα, die Niederlage, Sp.

Greek Monolingual

ἥσσημα, το (Α)
βλ. ἥττημα.

Russian (Dvoretsky)

ἥσσημα: атт. ἥττημα, ατος τό
1 упадок, оскудение NT;
2 беда, грех NT.