v. ἀραρίσκω.
ao. de ἄρδω;ao. de ἀραρίσκω.
ἦρσα:I aor. к ἄρδω.II aor. к ἀραρισκω.
ἦρσα: ἴδε ἐν λ. ἀραρίσκω Α.
ἦρσα:I. αόρ. αʹ του ἀραρίσκω,II. του ἄρδω.