ἧμμαι

English (LSJ)

v. ἅπτω.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de ἅπτω¹ et ἅπτω².

Russian (Dvoretsky)

ἧμμαι: pf. pass. к ἅπτω I.

Greek (Liddell-Scott)

ἧμμαι: ἴδε ἐν λ. ἅπτω.

Greek Monotonic

ἧμμαι: Παθ. παρακ. του ἅπτω.