ἰαμβέλεγος

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, an asynartete verse, formed by substituting an iambic penthemimer for the former half of a pentameter, Heph. 15.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβέλεγος: ὁ, στίχος ἀσυνάρτητος, συνιστάμενος ἐκ τοῦ πρώτου μέρους ἰαμβικοῦ τριμέτρου ἀκολουθουμένου ὑπὸ τοῦ δευτέρου ἡμίσεος ἐλεγειακοῦ πενταμέτρου, Ἡφαιστ. 15. 5.

Russian (Dvoretsky)

ἰαμβέλεγος: ὁ ямбо-элегический стих (состоящий из двух каталектических триподий, из которых первая - ямбическая, а вторая - дактилическая).

German (Pape)

ὁ, ein Metrum, aus einer jambischen Penthemimeres und einem halben elegischen Verse bestehend Hephaest. p. 91.