ἰαμβανάπαιστος

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβανάπαιστος: -ον, ἴαμβος καὶ ἀνάπαιστος, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Κραμήρ. Ὀξων. ΙΙΙ., σ. 307.