ἰδιόω
English (LSJ)
v. ἰδιόομαι.
German (Pape)
[Seite 1237] eigen machen, zueignen, VLL.; gew. med., sich zueignen, γῆν καὶ οἰκίας Plat. Rep. VIII, 547 b, Sp., wie D. Cass. entgegensetzt τῷ μὲν λόγῳ κοινὰ νομίζοντες, τῷ δ' ἔργῳ ἰδιούμενοι, 50, 1; sich geneigt machen, 39, 29.
French (Bailly abrégé)
ἰδιῶ :
donner en propre;
Moy. ἰδιόομαι, ἰδιοῦμαι s'approprier, acc..
Étymologie: ἴδιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόω: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἰδιόομαι, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
ἰδιόω: [ῑδ], χρησιμ. μόνο στον Μέσ. τύπο ἰδιόομαι.