ἰείη

English (LSJ)

Epic for ἴοι, 3 sg. pres. opt. of εἶμι (ibo).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. opt. prés. épq. de εἶμι.

Russian (Dvoretsky)

ἰείη: эп. 3 л. sing. opt. к εἶμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἰείη: Ἐπικ. ἀντὶ ἴοι, γ΄ ἑνικ. εὐκτ. ἐνεστ. τοῦ εἶμι.

English (Autenrieth)

see εἶμι.

Greek Monotonic

ἰείη: Επικ. αντί ἴοι, γʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του εἶμι (ibo).