ἰθείη

English (LSJ)

ἡ,= ἅμαξα (Thess.), Hsch. ἰθή, ἡ, = εὐφροσύνη, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθείη: «ἅμαξα, Θεσσαλοὶ» Ἡσύχ.