ἰκάς

English (LSJ)

[ῑ], άδος, a(, Dor. etc. for εἰκάς, twentieth of the month, SIG 1025.47 (Cos), IG9(2).517.10 (Larissa); ηικάς ib.12(3).1324 (Thera, vi/v B.C.). (ϝικ- in pr. n. ϝικάδιος ib.5(2).271.8 (Mantinea).)

Greek Monolingual

ἰκάς, ὁ (Α)
δωρ. τ. βλ. εικάς.