ἰκμάω
English (LSJ)
(A),= λικμάω, Hsch. (Act. and Pass.):—also ἰκμάσαι· ἐφορμῆσαι, Id. (For νικμάω, ν being lost by dissimilation;
A v. νεικητήρ.)
(B), in Pass., Cypr. acc. pl. masc. pf. part. ἰκμαμένος wounded, Inscr.Cypr.135.3 H. (or ἰγμ- as Schwyzer 679.3). (Perh. cogn. with Lat. ico.)
German (Pape)
[Seite 1248] = λικμάω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκμάω: λικμάω, «ἰκμᾶν· λικμᾶν, σῖτον καθαίρειν» Ἡσύχ. 2) κτυπῶ, τραυματίζω, τώς ἀ(ν)θρώπως τώς ἰ(ν) τᾶι μάχαι ἰκμαμένως, τούς ἀνθρώπους τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τετραυματισμένους, Ἐπιγρ. Κύπρ. 603 πρβλ. ἰκτέα.
Frisk Etymological English
Frisk Etymology German
ἰκμάω: {ikmáō}
Meaning: worfeln
See also: s. λικμάω.
Page 1,717