ἰκριωτῆρες

German (Pape)

[Seite 1249] οἱ, der Boden des Schiffsverdecks, Att. Seew. XIV; vgl. Poll. 10, 157.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκριωτῆρες: οἱ, τὸ πάτωμα τοῦ καταστρώματος, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Att. Seewesen, σ. 507, 533, Πολυδ. Ι΄, 157.