ἰνμενφής

English (LSJ)

v. ἐμμεμφής.

Greek (Liddell-Scott)

ἰνμενφής: -ές, ἐπίμεμπτος, ἀσεβής, Ἐπιγρ. Μαντ. BCH. 1892, 57023· 28·