ἰνοειδής

German (Pape)

[Seite 1255] ές, = ἰνώδης, ες, nervig, faserig; Xen. Cyn. 4, 1; Arist. H. A. 2, 17 u. öfter; ἰνωδέστατον αῖμα part. an. 2, 4. Vgl. ἴς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rempli de fibre, nerveux.
Étymologie: ἴς, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰνοειδής: -ές, = ἰνώδης, Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 12, 7.

Greek Monolingual

ἰνοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίνες, ο ινώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + -ειδής].