ἰσατώδης

English (LSJ)

ἰσατῶδες, like woad, Hp.Epid.4.45,2.3.1; χολή Aret.CD1.15.

German (Pape)

[Seite 1263] ες, waldähnlich, bes. an Farbe, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσατώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ἰσάτιδα, Ἱππ. 1137Β, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15.

Greek Monolingual

ἰσατώδης, -ῶδες (Α) ίσατις
όμοιος με το φυτό ίσατις.