ἰσονεφής: -ές, ἔχων ὕψoς ἴσον τῷ ὕψει τῶν νεφῶν, φθάνων μέχρι τῶν νεφῶν, ἰσονεφέσιν ὄρεσιν Βασίλ. Σελευκ. ἐν βίῳ Θέκλ. σ. 294Α, ἔνθα διάφ. γραφ. ἀγχινεφέσιν.