ἰσχαδόπωλις

German (Pape)

[Seite 1272] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ar. Lys. 564.

Greek Monolingual

ἰσχαδόπωλις, -ώλιδος ἡ (Α)
βλ. ισχαδοπώλης.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχᾰδόπωλις: ιδος ἡ продавщица сушеных фиг Arph.