v. ἰσχαλέος.
[Seite 1272] = ἰσχαλέος, Eust.
ἰσχνᾰλέος: ἴδε ἰσχαλέος.
ἰσχναλέος, -α, -ον (Μ)ο ισχαλέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -αλέος].