ἰσχναλέος

English (LSJ)

v. ἰσχαλέος.

German (Pape)

[Seite 1272] = ἰσχαλέος, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνᾰλέος: ἴδε ἰσχαλέος.

Greek Monolingual

ἰσχναλέος, -α, -ον (Μ)
ο ισχαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -αλέος].