ἰσχυροπαίκτης
English (LSJ)
ἰσχυροπαίκτου, ὁ, one who plays valiantly, IG14.1535, Delph.3(1).216, Vett.Val.4.17.
Greek Monolingual
ἰσχυροπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που εμφανίζεται σε θεάματα επίδειξης σωματικής ρώμης.
ἰσχυροπαίκτου, ὁ, one who plays valiantly, IG14.1535, Delph.3(1).216, Vett.Val.4.17.
ἰσχυροπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που εμφανίζεται σε θεάματα επίδειξης σωματικής ρώμης.