ἰχνηλατία

English (LSJ)

or ἰχνηλατεία, ἡ, = ff. ll. for -ηλασία in Poll. 5.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνηλᾰτία: ἡ, = τῷ προηγ., Πολυδ. Ε΄, 11· ἀναγνωστέον ἰχνηλασία, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 507.

Greek Monolingual

ἰχνηλατία και ἰχνηλατεία, ἡ (Α)
πιθ. εσφ. ανάγνωση του ιχνηλασία.