ἰωχμὸς

Greek (Liddell-Scott)

ἰωχμὸς: ῑ, ὁ, = ἰωκή, Ἰλ. Θ. 89, 158· ἰωή ἀσπέτου ἰωχμοῖο Ἡσ. Θ. 683, πρβλ. Θεόκρ. 25. 279.