ἱλάσιμος
English (LSJ)
ἱλάσιμον, placable, πρόνοια M.Ant.12.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλάσιμος: -ον, ἐξιλεωτικός, Μάρκ. Ἀντων. 12, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propitiatoire.
Étymologie: ἱλάσκομαι.
German (Pape)
versöhnend, besänftigend, Sp.