ἱλέομαι
English (LSJ)
ἱλεόομαι [ῑ], v. ἱλάομαι. ἰλεός [ῑ], ὁ,= εἰλεός 1 and 11, Hsch. ἵλεος, = ἵλαος; and ἵλεως, ων, Att. for ἵλαος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1251] att. = ἱλάομαι, Aesch. Suppl. 110. 121.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
ion. c. ἱλάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱλέομαι: Aesch. = ἱλάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλέομαι: ἱλεόομαι ῑ, ἴδε ἐν λ. ἱλάομαι.