ἱλαρῳδέω
English (LSJ)
v. sub ἱλαρῳδός.
German (Pape)
[Seite 1250] ein ἱλαρῳδός sein, Ath. XIV, 621 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἱλᾰρῳδέω: (;) εἶμαι ἱλαρῳδός· ἱλᾰρῳδία, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἱλαρῳδοῦ· καὶ ἱλᾰρῳδός, ὁ, (ᾠδὴ) ὁ ᾄδων ἱλαρά, φαιδρὰ (οὐχὶ κωμικὰ) ᾄσματα, ἅπαντα παρ’ Ἀθην. 621Α,Β,C.