ἱλεωτήριον

English (LSJ)

τό,= ἱλαστήριον, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1251] τό, = ἱλαστήριον, K. S.

Greek Monolingual

ἱλεωτήριον, τὸ (Α) ιλεούμαι
ιλαστήριον (βλ. ιλαστήριος).