ἱππημολγία

English (LSJ)

ἡ, milking of mares, Scymn.855 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1258] ἡ, das Pferdemelken, Scymn.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππημολγία: ἡ, τὸ ἄμελγμα τῶν θηλ. ἵππων, Σκύμν. 815, ἔκδ. Meineke.

Greek Monolingual

ἱππημολγία, η (Α) ιππημολγός
το άρμεγμα φοράδας.