ἱππιατρία

Greek (Liddell-Scott)

ἱππιατρία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἰατρεύειν ἵππους, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ.

German (Pape)

[ῑα], ἡ, Pferdearzneikunst, Sp.