ἱπποδαμαστής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, = Folgdm, VLL., wie Poll. 1, 181.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποδᾰμαστής: -οῦ, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πολυδ. Α΄, 181, Ἡσύχ. ἐν λ. ἱππόδαμοι.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ιπποδαμάστρια, (Α ἱπποδαμαστής)
ιππόδαμος, αυτός που δαμάζει, τιθασεύει ή εκγυμνάζει τους ίππους.