ἱπποποίητος

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποποίητος: -ον, προξενηθεὶς ὑπὸ ἵππου, κήρ Σχόλ. εἰς Ἀνθ. Π. τ. 3. σ. 822.

German (Pape)

κήρ, durch ein Pferd bewirkt, Iac. Anth. vol. 7 p. 18.