ἱππότιλος

English (LSJ)

ὁ, (τιλάω) diarrhoea of horses, Hippiatr.56.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ, Durchfall der Pferde, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππότῑλος: ὁ, (τιλάω) διάρροια τῶν ἵππων, Ἱππιατρ. σ. 169.

Greek Monolingual

ἱππότιλος, ὁ (Μ)
διάρροια τών ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + τῖλος «υδαρή περιττώματα»].